εμφιαλωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμφιαλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εμφιαλώνω
Μετοχή επεξεργασία
εμφιαλωμένος -η -ο
- για υγρά που έχουν εμφιαλωθεί, που διατίθενται στην αγορά σε τυποποιημένη συσκευασία, σε φιάλες
- εμφιαλωμένο νερό