Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εμπειρισμός οι εμπειρισμοί
      γενική του εμπειρισμού των εμπειρισμών
    αιτιατική τον εμπειρισμό τους εμπειρισμούς
     κλητική εμπειρισμέ εμπειρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμπειρισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εμπειρισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία