Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

empiricism (en)

  1. (φιλοσοφία) ο εμπειρισμός
     αντώνυμα: rationalism
  2. η πρακτική ιατρική, όχι αυτή που βασίζεται σε επιστημονική γνώση