εμβρυολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμβρυολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική embryologue < αρχαία ελληνική ἔμβρυον + -ο- + -λόγος
Ουσιαστικό επεξεργασία
εμβρυολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (βιολογία, ιατρική, ιατρική) ιατρός που ειδικεύεται στην εμβρυολογία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις εμβρυολογία, έμβρυο και λέγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εμβρυολόγος