Δείτε επίσης: ἰατρός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιατρός οι ιατροί
      γενική του ιατρού των ιατρών
    αιτιατική τον ιατρό τους ιατρούς
     κλητική ιατρέ ιατροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιατρός < αρχαία ελληνική ἰατρός < ἰάομαι / ἰῶμαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḫeu̯is

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιατρός αρσενικό ή θηλυκό

  1. (επάγγελμα) επιστήμονας που εξασκεί την ιατρική
  2. στρατιωτικός βαθμός του Υγειονομικού Σώματος του Ελληνικού Στρατού (ξηράς), αντίστοιχος του λοχαγού

Εκφράσεις επεξεργασία

  • πυρηνικός ιατρός : ιατρός ειδικευμένος στις διαγνωστικές και θεραπευτικές εφαρμογές των ραδιοϊσοτόπων

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

για στρατιωτικό βαθμό:

  Μεταφράσεις επεξεργασία