Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμβρίθεια οι εμβρίθειες
      γενική της εμβρίθειας των εμβριθειών
    αιτιατική την εμβρίθεια τις εμβρίθειες
     κλητική εμβρίθεια εμβρίθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμβρίθεια < ελληνιστική κοινή ἐμβρίθεια < αρχαία ελληνική ἐμβριθής < ἐν + βρίθω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εμβρίθεια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία