Δείτε επίσης: ἐλλείπω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελλείπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐλλείπω < ἐν (ἐλ-) + λείπω [1]

  Ρήμα επεξεργασία

ελλείπω (μόνο στον ενεστώτα)

Συγγενικά επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

επίσης

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • λιπο- για σύνθετα με τη σημασία «λείπω»
  • σύνθετο με ελλειπο-, μόνον το όιψμο ελληνιστικό ἐλλειπογνώμων (για άλογα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία