εκλείπω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκλείπω < αρχαία ελληνική ἐκλείπω < ἐκ + λείπω
Ρήμα επεξεργασία
εκλείπω
- σταματώ να υπάρχω, εξαφανίζομαι, χάνομαι
- δεν εξέλειπαν οι φωνές και οι καβγάδες
- (μεταφορικά) πεθαίνω
- εξέλειψε πριν αφήσει κληρονομιά στο όνομα του τέκνου του
Συγγενικά επεξεργασία
- εκλειπτικός
- έκλειψη
- εκλιπών
- → δείτε τη λέξη λείπω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκλείπω
|