Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελεύθερη μεταβλητή < → δείτε τις λέξεις ελεύθερος και μεταβλητή, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική free variable

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ελεύθερη μεταβλητή

Αντώνυμα επεξεργασία

Υπερώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία