δεσμευμένη μεταβλητή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δεσμευμένη μεταβλητή < → δείτε τις λέξεις δεσμευμένος και μεταβλητή, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bound variable
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
δεσμευμένη μεταβλητή
- (προγραμματισμός) bound variable: μεταβλητή (variable) στην οποία έχει αποδοθεί τιμή και επομένως έχει δεσμεύσει συγκεκριμένο χώρο στην κεντρική μνήμη που περιέχει την τιμή της μεταβλητής
Αντώνυμα επεξεργασία
Υπερώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δεσμευμένη μεταβλητή