Δείτε επίσης: ἐλεφαντουργός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ελεφαντουργός οι ελεφαντουργοί
      γενική του/της ελεφαντουργού των ελεφαντουργών
    αιτιατική τον/την ελεφαντουργό τους/τις ελεφαντουργούς
     κλητική ελεφαντουργέ ελεφαντουργοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελεφαντουργός < ελληνιστική κοινή ἐλεφαντουργός < αρχαία ελληνική ἐλέφας + ἔργον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ελεφαντουργός αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία