ελεγκτικολογιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελεγκτικολογιστικός < ελεγκτικός + -ο- + λογιστικός
Επίθετο επεξεργασία
ελεγκτικολογιστικός
- (οικονομία) (νεολογισμός) που έχει σχέση με την εφαρμοσμένη λογιστική και ελεγκτική ή αναφέρεται σ’ αυτές
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελεγκτικολογιστικός
|