ελεγκτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελεγκτικός < αρχαία ελληνική ἐλεγκτικός
Επίθετο επεξεργασία
ελεγκτικός -ή -ό
- που αναφέρεται στον έλεγχο ή τον εφαρμόζει
- ελεγκτικοί μηχανισμοί
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελεγκτικός
|