εκτροχιασμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκτροχιασμός < εκτροχιάζω + -μός
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκτροχιασμός αρσενικό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκτροχιάζω ή του εκτροχιάζομαι
- το εκούσιο ή ακούσιο βγάλσιμο βαγονιού ήαμαξοστοιχίας από τις γραμμές
- (μεταφορικά) η απομάκρυνση από τη σωστή συμπεριφορά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη εκτροχιάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκτροχιασμός