εκτιμητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκτιμητής αρσενικό (θηλυκό εκτιμήτρια)
- αυτός που εκτιμά, που προσπαθεί να προσδιορίσει την αξία ενός πράγματος ή τη σημασία μιας κατάστασης, ενός γεγονότος κ.λπ.
- (επάγγελμα) επαγγελματίας που εκτιμά την αξία αντικειμένων
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- εκτιμητικός
- → δείτε τις λέξεις εκτιμώ και τιμώ