εκτεινόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
εκτεινόμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος εκτείνω
- ↪ ... αξονική τομογραφία της οποίας το πόρισμα αναφερόταν σε ευμέγεθες μόρφωμα εκτεινόμενο...
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκτεινόμενος