εκσφαλμάτωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκσφαλμάτωση | οι | εκσφαλματώσεις |
γενική | της | εκσφαλμάτωσης* | των | εκσφαλματώσεων |
αιτιατική | την | εκσφαλμάτωση | τις | εκσφαλματώσεις |
κλητική | εκσφαλμάτωση | εκσφαλματώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκσφαλματώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκσφαλμάτωση < εκσφαλματώνω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική debugging)
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκσφαλμάτωση θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- εκσφαλματώνω
- → δείτε τις λέξεις εκ, σφάλμα και σφάλλω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκσφαλμάτωση
|