εκμαγείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εκμαγείο | τα | εκμαγεία |
γενική | του | εκμαγείου | των | εκμαγείων |
αιτιατική | το | εκμαγείο | τα | εκμαγεία |
κλητική | εκμαγείο | εκμαγεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκμαγείο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκμαγεῖον → δείτε τη λέξη ἐκμάσσω (μαλάζω, μαλάσσω, δίνω μορφή)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ek.maˈʝi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐μα‐γεί‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκμαγείο ουδέτερο
- το αρνητικό αποτύπωμα ενός αντικειμένου πάνω σε εύπλαστο υλικό
- → δείτε και τη λέξη καλούπι (για θετικό αποτύπωμα)
- ↪ Αν το καλούπι είναι το θετικό αποτύπωμα, έχοντας βάθος μέσα στο οποίο θα γινει η αποτύπωση, το εκμαγείο έχει αντιθέτως ύψος πάνω στο οποίο θα γίνει η αποτύπωση