Δείτε επίσης: ἀποτύπωμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποτύπωμα τα αποτυπώματα
      γενική του αποτυπώματος των αποτυπωμάτων
    αιτιατική το αποτύπωμα τα αποτυπώματα
     κλητική αποτύπωμα αποτυπώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποτύπωμα < αρχαία ελληνική ἀποτύπωμα (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική empreinte)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποτύπωμα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία