Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκκοκκισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
εκκοκκισμ
ός
οι
εκκοκκισμ
οί
γενική
του
εκκοκκισμ
ού
των
εκκοκκισμ
ών
αιτιατική
τον
εκκοκκισμ
ό
τους
εκκοκκισμ
ούς
κλητική
εκκοκκισμ
έ
εκκοκκισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μηχάνημα εκκοκισμού.
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκκοκκισμός
<
εκκοκκίζω
+
-μός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εκκοκκισμός
αρσενικό
η
ενέργεια
ή το
αποτέλεσμα
του
εκκοκκίζω
Συνώνυμα
επεξεργασία
εκκόκκιση
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
εκκοκκίζω
και
κόκκος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκκοκκισμός
αγγλικά
:
ginning
(en)