εκδιδόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκδιδόμενος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐκδιδόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ἐκδίδωμι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ek.ðiˈðo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐δι‐δό‐με‐νος
Μετοχή επεξεργασία
εκδιδόμενος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
- εκδίδων (αυτός που εκδίδει)
- εκδούς (αυτός που εξέδωσε)
- εκδοθείς (αυτός που εκδόθηκε)
- εκδομένος/εκδεδομένος (αυτός που έχει δοθεί)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκδιδόμενος
|