εκδομένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκδομένος < ἐκδομένος < ἐκδεδομένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἐκδίδωμι
Μετοχή επεξεργασία
εκδομένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εκδίδω, αυτός που έχει εκδοθεί
Άλλες μορφές επεξεργασία
- εκδεδομένος (λόγιο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκδομένος
|