Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκδομένος η εκδομένη το εκδομένο
      γενική του εκδομένου της εκδομένης του εκδομένου
    αιτιατική τον εκδομένο την εκδομένη το εκδομένο
     κλητική εκδομένε εκδομένη εκδομένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκδομένοι οι εκδομένες τα εκδομένα
      γενική των εκδομένων των εκδομένων των εκδομένων
    αιτιατική τους εκδομένους τις εκδομένες τα εκδομένα
     κλητική εκδομένοι εκδομένες εκδομένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκδομένος < ἐκδομένος < ἐκδεδομένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἐκδίδωμι

  Μετοχή επεξεργασία

εκδομένος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία