εθνοκεντρισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εθνοκεντρισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ethnocentrism < αρχαία ελληνική ἔθνος + κέντρ(ον) + -ισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
εθνοκεντρισμός αρσενικό
- κοσμοθεώρηση που θέτει στο κέντρο του ενδιαφέροντός της την έννοια του έθνους, που υποδηλώνει την άποψη πως κάποιος πολιτισμός ή κοινωνία ή ομάδα είναι εγγενώς ανώτερος από όλους τους άλλους
Συγγενικά επεξεργασία
- εθνοκεντρικά
- εθνοκεντρικός
- → δείτε τις λέξεις έθνος, κέντρο και κεντώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
εθνοκεντρισμός
|