Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εγχείριση οι εγχειρίσεις
      γενική της εγχείρισης* των εγχειρίσεων
    αιτιατική την εγχείριση τις εγχειρίσεις
     κλητική εγχείριση εγχειρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγχειρίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγχείριση < (καθαρεύουσα) ἐγχείρι(σις) + -ση < αρχαία ελληνική ἐγχειρίζω (βάζω στο χέρι) < ἐν (εγ-) + χείρ.[1] Συγκρίνετε με το εγχείρηση.

  Προφορά 1 επεξεργασία

ΔΦΑ : /eŋˈçi.ɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγ‐χεί‐ρι‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εγχείριση θηλυκό

  Προφορά 2 επεξεργασία

ΔΦΑ : /enˈçi.ɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγ‐χεί‐ρι‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εγχείριση θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία