Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυσφορώ < αρχαία ελληνική δυσφορέω / δυσφορῶ < δυσ- + φέρω

  Ρήμα επεξεργασία

δυσφορώ

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία