Δείτε επίσης: Δρυμός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δρυμός οι δρυμοί
      γενική του δρυμού των δρυμών
    αιτιατική τον δρυμό τους δρυμούς
     κλητική δρυμέ δρυμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δρυμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δρυμός[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dóru

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðɾiˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δρυ‐μός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δρυμός αρσενικό

Ταυτόσημο επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δρυμός οἱ δρυμοί
      γενική τοῦ δρυμοῦ τῶν δρυμῶν
      δοτική τῷ δρυμ τοῖς δρυμοῖς
    αιτιατική τὸν δρυμόν τοὺς δρυμούς
     κλητική ! δρυμέ δρυμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δρυμώ
γεν-δοτ τοῖν  δρυμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δρυμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δρυμός αρσενικό

  1. δάσος με βελανιδιές
  2. (κατ’ επέκταση) το άλσος, το δάσος

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία