δραστηριοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δραστηριοποίηση | οι | δραστηριοποιήσεις |
γενική | της | δραστηριοποίησης | των | δραστηριοποιήσεων |
αιτιατική | τη | δραστηριοποίηση | τις | δραστηριοποιήσεις |
κλητική | δραστηριοποίηση | δραστηριοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δραστηριοποίηση < δραστηριοποιώ δραστηριοποιη- + -ση (-ποιώ > -ποίηση)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðɾa.sti.ɾi.oˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δρα‐στη‐ρι‐ο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
δραστηριοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του δραστηριοποιώ / δραστηριοποιούμαι
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δραστηριοποίηση