activation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
activation (en)
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
activation | activations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
activation (fr) θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη activer