δουνάβιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δουνάβιος < Δούναβ(ης) + -ιος
Επίθετο επεξεργασία
δουνάβιος, -ια, -ιο
- που έχει σχέση με τον Δούναβη ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Δούναβης