Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δουλευταράς οι δουλευταράδες
      γενική του δουλευταρά των δουλευταράδων
    αιτιατική τον δουλευταρά τους δουλευταράδες
     κλητική δουλευταρά δουλευταράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δουλευταράς < δουλευτής + μεγεθυντικό επίθημα -αράς < ελληνιστική κοινή δουλευτής < αρχαία ελληνική δουλεύω < δοῦλος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðu.le.ftaˈɾas/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δουλευταράς αρσενικό (θηλυκό: δουλευταρού)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία