Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δουλέμπορος οι δουλέμποροι
      γενική του δουλέμπορου
δουλεμπόρου
των δουλέμπορων
δουλεμπόρων
    αιτιατική τον δουλέμπορο τους δουλέμπορους
δουλεμπόρους
     κλητική δουλέμπορε δουλέμποροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δουλέμπορος < δούλ(ος) + -έμπορος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική marchand d'esclaves [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δουλέμπορος αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο έμπορος δούλων
  2. (κατ’ επέκταση) αυτός που μεταφέρει λαθρομετανάστες, έναντι αδράς αμοιβής και υπό άθλιες και επικίνδυνες για τη ζωή τους συνθήκες

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία