Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δουλεμπορικό τα δουλεμπορικά
      γενική του δουλεμπορικού των δουλεμπορικών
    αιτιατική το δουλεμπορικό τα δουλεμπορικά
     κλητική δουλεμπορικό δουλεμπορικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δουλεμπορικό < ουδέτερο του δουλεμπορικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δουλεμπορικό ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

δουλεμπορικό