Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δονητής οι δονητές
      γενική του δονητή των δονητών
    αιτιατική τον δονητή τους δονητές
     κλητική δονητή δονητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δονητής < (δονώ, δονη- + -τής, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική vibrateur [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðo.niˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δο‐νη‐τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δονητής αρσενικό

  1. (μηχανολογία) συσκευή που προκαλεί ταλαντώσεις
  2. (ηλεκτρολογία) συσκευή που μετατρέπει το συνεχές ρεύμα σε εναλλσόμενο ρεύμα
  3. σεξουαλικό βοήθημα εισχώρησης με εσωτερικό μηχανισμό δόνησης

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία