Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δοκίμιο τα δοκίμια
      γενική του δοκιμίου
δοκίμιου
των δοκιμίων
    αιτιατική το δοκίμιο τα δοκίμια
     κλητική δοκίμιο δοκίμια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðoˈci.mi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δο‐κί‐μι‐ο

  Ετυμολογία επεξεργασία

δοκίμιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα δοκίμ(ιον) + -ιο < δοκιμή < [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δοκίμιο ουδέτερο

  1. (φιλολογία) γραπτό κείμενο μέτριας έκτασης και καλλιεργημένου ύφους με το οποίο ο συγγραφέας αποπειράται να διερευνήσει θεωρητικά ένα φιλοσοφικό, κοινωνικό, ιστορικό, φιλολογικό ζήτημα
  2. (φιλολογία) το αντίστοιχο είδος του γραπτού λόγου
  3. (τυπογραφία) η πρώτη πρόχειρη εκτύπωση ενός κειμένου που πρέπει να ελεγχθεί για λάθη και να λάβει την τελική του μορφή

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη δόκιμος & το αρχαίο δοκέω

  Μεταφράσεις επεξεργασία