διύλιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διύλιση | οι | διυλίσεις |
γενική | της | διύλισης* | των | διυλίσεων |
αιτιατική | τη | διύλιση | τις | διυλίσεις |
κλητική | διύλιση | διυλίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διυλίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διύλιση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διύλι(σις) + -ση. Πρόθημα (δια-) δι-
Ουσιαστικό επεξεργασία
διύλιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διυλίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
διύλιση