διχειλικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διχειλικός < (δις) δι- + χείλ(η) + ικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική bilabial[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.çi.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐χει‐λι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
διχειλικός, -ή, -ό
- (φωνητική) (φθόγγος) που αρθρώνεται με τα δύο χείλη
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη χείλος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ διχειλικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας