διυδρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διυδρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dihydric < αρχαία ελληνική (δίς) δι- + ὕδωρ, υδρ- + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
διυδρικός, -ή, -ό
- (χημεία) που περιέχει δύο λειτουργικές ομάδες υδροξυλίου