δισήμαντος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δισήμαντος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική δισήμαντος < δίς + (δίς) + αρχαία ελληνική σημαίνω, σημαν- + -τος < σῆμα
Επίθετο επεξεργασία
δισήμαντος, -η, -ο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δισήμαντος
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δισήμαντος (όψιμη ελληνιστική κοινή ή μεσαιωνική) < (δίς) + αρχαία ελληνική σημαίνω, σημαν- + -τος < σῆμα
Επίθετο επεξεργασία
δισήμαντος, -ος, -ον
- δισήμαντος, δίσημος (12ος αιώνας - ⌘ Ευστάθιος Θεσσαλονίκης Eust.948.3.)
Πηγές επεξεργασία
- δισήμαντος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- δισήμαντος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.