Ετυμολογία

επεξεργασία
διπλο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική διπλο- < διπλ(ός) + -ο- < ελληνιστική κοινή διπλο- < διπλός < αρχαία ελληνική διπλόος / διπλοῦς < δίς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwís

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.plo/

  Πρόθημα

επεξεργασία

διπλο-, διπλο- (& διπλ- πριν από φωνήεν_

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Σημείωση: διπλοκαπνιστός, ή οι πιο οικείοι όροι διπλοφουρνιστός, διπλογεμιστός. Στη Βόρεια Ελλάδα (στον Έβρο) χρησιμοποιούνται και όροι όπως διπλοριγανάτος (με διπλή δόση ρίγανης), διπλοπλουμιστός (υπερβολικά στολισμένος), διπλοβουτυρένιος (με διπλή δόση βουτύρου), διπλογλασάτος (με διπλή δόση γλάσου για γλυκίσματα).