διπλωπία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διπλωπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική diplopie < αρχαία ελληνική διπλ(οῦς) + ὠπ- (ὤψ) + -ie (-ία[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
διπλωπία θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
διπλωπία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ διπλωπία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας