δικηγορίσκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δικηγορίσκος < δικηγόρος + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
δικηγορίσκος αρσενικό
- (μειωτικό) (ειρωνικό) απαξιωτικός χαρακτηρισμός για δικηγόρο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δικηγορίσκος