διεπαφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διεπαφικός < διεπαφή
Επίθετο επεξεργασία
διεπαφικός
- Χρησιμοποιείται ως προσδιοριστικό συνθετικό σε όρους όπως: διεπαφικός εξοπλισμός, διεπαφική ανάλυση κ.ά.
Επίρρημα: διεπαφικά
Συγγενικά επεξεργασία
- διαδιεπαφικός
Μεταφράσεις επεξεργασία
διεπαφικός