Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διδακτορική διατριβή < → δείτε τις λέξεις διδακτορικός και διατριβή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.ða.kto.ɾiˈci ði̯a.tɾiˈvi/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

διδακτορική διατριβή θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία