εναίσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εναίσιμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐναίσιμος (κατάλληλος, που αρμόζει, ευοίωνος, αρχαία σημασία: μοιραίος) → δείτε το αρχαίο αἶσα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈne.si.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ναί‐σι‐μος
- ομόηχα: ενέσιμος, αινέσιμος
Επίθετο επεξεργασία
εναίσιμος, -η, -ο
- (λόγιο, παρωχημένο) προοιωνιστικός
- σε χρήση μόνο με στην έκφραση εναίσιμος διατριβή, εναίσιμος επί διδακτορία διατριβή
Μεταφράσεις επεξεργασία
εναίσιμος
→ δείτε τη λέξη προοιωνιστικός |
Πηγές επεξεργασία
- εναίσιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- εναίσιμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)