διαχρονία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαχρονία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαχρονία θηλυκό
- (γλωσσολογία) η εξέλιξη των γλωσσικών φαινομένων μέσα στο χρόνο
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη χρόνος