Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαχρονία οι διαχρονίες
      γενική της διαχρονίας των διαχρονιών
    αιτιατική τη διαχρονία τις διαχρονίες
     κλητική διαχρονία διαχρονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαχρονία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαχρονία θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη χρόνος

  Μεταφράσεις επεξεργασία