διαχρονικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαχρονικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική diachronique < diachronie < αρχαία ελληνική διά + χρόνος
Επίθετο επεξεργασία
διαχρονικός
- που αντέχει στο χρόνο, που δεν χάνει την αξία του στο χρόνο
- που έχει σχέση με τη διαχρονία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- διαχρονικότητα
- → δείτε τις λέξεις διά και χρόνος
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαχρονικός
|