διαφορικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαφορικός < -ή, -ό επίθ. (διαφορά)
Επίθετο επεξεργασία
διαφορικός
- ο αναφερόμενος σε διαφορές, που μελετά διαφορές
- αμοιβή διαφορική λόγω φύλου
- διαφορικός λογισμός, κλάδος των ανώτερων μαθηματικών
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαφορικός
|