διαφορικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαφορικό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαφορικό ουδέτερο
- μηχανισμός μετάδοσης κίνησης στους τροχούς ενός οχήματος
- αυτοκίνητο με διπλό διαφορικό
- (μαθηματικά) πάρα πολύ μικρή μεταβολή μιας συνάρτησης
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαφορικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
διαφορικό
- αιτιατική ενικού του διαφορικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του διαφορικός