διατακτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
διατακτικός
- που σχετίζεται με διαταγή ή αναφέρεται σ' αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) διατακτική: έγγραφο που επιβάλλει κάτι ή δίνει την άδεια για κάτι
- (ουσιαστικοποιημένο) διατακτικό: (νομικός όρος) το μέρος μιας δικαστικής απόφασης που διατάζει κάτι ή εκφράζει τη βούληση του δικαστή για την εξέλιξη μιας υπόθεσης
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διατακτικός
|