διασκελισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διασκελισμός < διασκελίζω, διασκελισ- + -μός < μεσαιωνική ελληνική διασκελίζω < (ελληνιστική κοινή) διασκελίζομαι < διά (δια-) + αρχαία ελληνική σκέλος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική enjambement
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯a.sce.liˈzmos/ & /ðʝa.sce.liˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐σκε‐λι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
διασκελισμός αρσενικό
- το διασκέλισμα
- (φιλολογία, μετρική) το μετρικό φαινόμενο στο οποίο το νόημα ενός στίχου ολοκληρώνεται στον επόμενο (ή επόμενους)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις διασκελίζω και σκέλος
Μεταφράσεις επεξεργασία
διασκελισμός
Πηγές επεξεργασία
- διασκελισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- διασκελισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)